- σμαράγδινος
- -η, -ο / σμαράγδινος, -ίνη, -ον, ΝΑ1. κατασκευασμένος από σμάραγδο ή πεποικιλμένος με σμαράγδια2. αυτός που έχει το βαθυπράσινο χρώμα τού σμαράγδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.